Το τελευταίο μήνυμα που θέλω να απευθύνω στους Γάλλους είναι ένα μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας. Πραγματικά, θα χρειαζόταν πολύ λίγο για να λειτουργήσει όλο αυτό.

Σε μια συγκινησιακά φορτισμένη δήλωση από την αυλή του Ματινιόν, ο Σεμπαστιάν Λεκορνί, λίγες ώρες μετά την υποβολή της παραίτησής του στον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, εξήγησε δημόσια τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή την απόφαση, αναγνωρίζοντας «ότι δεν πληρούνταν πλέον οι συνθήκες» για να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντα του πρωθυπουργού.
Ο Λεκορνί, που είχε αναλάβει με στόχο να οδηγήσει τη χώρα σε μια κοινοβουλευτική σταθερότητα, απαρίθμησε τρεις βασικές αιτίες που τον οδήγησαν στο τέλος αυτής της πορείας:
- Πρώτον, την άρνηση των πολιτικών κομμάτων να αναγνωρίσουν τη θεσμική τομή που συνεπαγόταν η μη χρήση του άρθρου 49.3, δηλαδή η απόφαση να μην επιβληθεί ο προϋπολογισμός χωρίς κοινοβουλευτική ψήφο.
- Δεύτερον, τη στάση των κομμάτων που, όπως είπε, «ενεργούν σαν να έχουν όλα την απόλυτη πλειοψηφία», αρνούμενα κάθε πραγματικό συμβιβασμό.
- Και τρίτον, τις εσωτερικές τριβές στη σύνθεση της κυβέρνησης, που, όπως υπογράμμισε, «αφύπνισαν κομματικές φιλοδοξίες, όχι άσχετες με τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές».
Κλείνοντας την ομιλία του, ο πρώην πρωθυπουργός απηύθυνε ένα μήνυμα ελπίδας και αυτοκριτικής προς τους πολίτες, υπογραμμίζοντας ότι «θα αρκούσε πολύ λίγη περισσότερη ανιδιοτέλεια, ταπεινότητα και λιγότερος εγωισμός για να λειτουργήσει η χώρα διαφορετικά». Με σαφή συναισθηματικό τόνο, ο Λεκορνί έκλεισε λέγοντας:
«Πρέπει να προτιμάμε τη χώρα από το κόμμα μας. Να ακούμε τους υποστηρικτές μας, αλλά να σκεφτόμαστε πάνω απ’ όλα τους Γάλλους και τις Γαλλίδες».
Οι πλήρεις δηλώσεις του Σεμπαστιάν Λεκορνί
«Είμαι χαρούμενος που, μέσω του Τύπου, μπορώ για ακόμη μία φορά να απευθυνθώ στις Γαλλίδες και τους Γάλλους με λίγα αυθόρμητα λόγια, τη στιγμή που υπέβαλα την παραίτησή μου από την κυβέρνηση.
Το να είσαι πρωθυπουργός είναι μια δύσκολη αποστολή — ίσως ακόμη πιο δύσκολη αυτήν την περίοδο. Όμως δεν μπορείς να είσαι πρωθυπουργός όταν δεν πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις.
Εδώ και τρεις εβδομάδες προσπάθησα να οικοδομήσω, να δημιουργήσω τις συνθήκες που θα επέτρεπαν να εγκριθεί ένας προϋπολογισμός για τη Γαλλία — για το Κράτος, αλλά και για την Κοινωνική Ασφάλιση — και να δοθούν απαντήσεις σε ορισμένες σημαντικές επείγουσες ανάγκες που δεν μπορούν να περιμένουν ως το 2027 και τις προεδρικές εκλογές.
Δεν θέλω να τις αναφέρω όλες, αλλά όλοι γνωρίζουμε ποιες είναι: η καθημερινή ασφάλεια, τα ζητήματα που συνδέονται με την αγοραστική δύναμη και την εργασία, η Νέα Καληδονία, οι Ένοπλες Δυνάμεις σε ένα δύσκολο διεθνές πλαίσιο, και τόσα άλλα θέματα.
Εδώ και τρεις εβδομάδες, η δημόσια παρουσία μου ήταν περιορισμένη. Προσπάθησα να χαράξω μια πορεία με τους κοινωνικούς εταίρους — εργοδοτικές ενώσεις και συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων — πάνω σε ζητήματα που είχαν οδηγηθεί σε αδιέξοδο εδώ και πολλές εβδομάδες, ή ακόμη και εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια. Θέματα όπως οι συνταξιούχοι, η επαγγελματική φθορά, η θέση των γυναικών, οι μακρές καριέρες. Σε όλα αυτά επιχειρήσαμε να προωθήσουμε απτές λύσεις — για την ασφάλιση ανεργίας, τη χρηματοδότηση της κοινωνικής μας ασφάλισης — και, στην ουσία, να αναβιώσουμε τον κοινωνικό διάλογο και την κοινωνική δημοκρατία, που εκφράστηκαν μέσα από τις δύο κινητοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν τον Σεπτέμβριο.
Αφιέρωσα επίσης χρόνο στις πολιτικές δυνάμεις του “κοινού κορμού”, αλλά και της αντιπολίτευσης, γιατί εκείνες, σε μεγάλο βαθμό, αποφασίζουν για το μέλλον όχι μόνο της κυβέρνησης αλλά και της χώρας — μέσα από την ψήφιση ή μη του προϋπολογισμού. Αυτές οι διαβουλεύσεις, επίσημες αλλά και πιο διακριτικές, μας επέτρεψαν να σημειώσουμε πρόοδο σε ορισμένα ζητήματα.
Το είχα πει ήδη την Παρασκευή το πρωί: πίσω από τις κλειστές πόρτες, οι γλώσσες λύνονται, οι κόκκινες γραμμές γίνονται πορτοκαλί και μερικές φορές πράσινες — αν και συχνά, κάθε φορά που προχωρούσαμε, η γραμμή τραβιόταν ξανά πιο πίσω.
Έφτασα λοιπόν στο συμπέρασμα, την περασμένη Παρασκευή, ότι το Κοινοβούλιο πρέπει πάντα να έχει τον τελευταίο λόγο· ότι το άρθρο 49.3 του Συντάγματος αποτελεί ένα εργαλείο που προορίζεται να δεσμεύει την πλειοψηφία — σύμφωνα με το πνεύμα των συνταγματοπατέρων, του Μισέλ Ντεμπρέ και του στρατηγού ντε Γκωλ — και ότι δεν ωφελεί σε τίποτα να δημιουργούμε την εντύπωση ότι οι κοινοβουλευτικές συζητήσεις δεν θα φτάσουν ποτέ στο τέλος τους.
Αυτό το πρωί, λοιπόν, οι συνθήκες δεν ήταν πλέον κατάλληλες για να μπορώ να ασκώ τα καθήκοντα του πρωθυπουργού και να επιτρέψω στην κυβέρνηση να παρουσιαστεί αύριο στην Εθνοσυνέλευση.
Οι λόγοι της παραίτησης
Πρώτον, γιατί οι πολιτικοί σχηματισμοί προσποιήθηκαν, μερικές φορές, ότι δεν αντιλαμβάνονται τη βαθιά τομή που συνεπαγόταν η μη χρήση του άρθρου 49.3 του Συντάγματος. Δηλαδή, δεν υπήρχε πλέον καμία δικαιολογία για μια προληπτική πρόταση μομφής· καμία δικαιολογία ώστε οι βουλευτές να αρνούνται να κάνουν το έργο τους: να συζητήσουν, να τροποποιήσουν και, τελικά, να ψηφίσουν ή όχι ένα νομοσχέδιο.
Δεύτερον, τα πολιτικά κόμματα συνεχίζουν να συμπεριφέρονται σαν να διαθέτουν όλα απόλυτη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση. Βρέθηκα σε μια κατάσταση όπου ήμουν έτοιμος να κάνω συμβιβασμούς, αλλά κάθε κόμμα ζητούσε από το άλλο να αποδεχθεί πλήρως το δικό του πρόγραμμα. Αυτό ίσχυε τόσο για κόμματα του κυβερνητικού κορμού όσο και για την αντιπολίτευση.
Κι όμως είχαμε ξεκαθαρίσει: όχι σε μια ευρεία συμμαχία. Οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης είχαν επιλέξει να μην συμμετάσχουν στην κυβέρνηση, αλλά να συμβάλουν στον διάλογο και στους συμβιβασμούς. Και οι συμβιβασμοί δεν είναι συμβιβασμός αξιών, είναι ουσία της δημοκρατίας. Αλλά για να υπάρξουν, πρέπει να αλλάξει το πνεύμα και να πάψουμε να πιστεύουμε ότι μπορούμε να εφαρμόσουμε το πρόγραμμά μας στο ακέραιο.
Τρίτον, η σύνθεση της κυβέρνησης εντός του «κοινού κορμού» δεν υπήρξε ομαλή και αφύπνισε κομματικές φιλοδοξίες, συχνά συνδεδεμένες — και αυτό είναι θεμιτό — με τις προεδρικές εκλογές που έρχονται.
Το επαναλαμβάνω: αν αυτή η περίοδος είναι η πιο κοινοβουλευτική της Πέμπτης Δημοκρατίας, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αναβιώσουμε τα αρνητικά φαινόμενα της Τέταρτης. Η κυβέρνηση, βάσει του Συντάγματος, σχηματίζεται από τον πρωθυπουργό που διορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Μήνυμα προς τους Γάλλους
Το τελευταίο μήνυμα που θέλω να απευθύνω στους Γάλλους είναι ένα μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας. Πραγματικά, θα χρειαζόταν πολύ λίγο για να λειτουργήσει όλο αυτό.
Το είχα πει εδώ: «Θα τα καταφέρουμε». Και θέλω να το επαναλάβω. Από τις ιδιωτικές συζητήσεις που είχα, κατάλαβα πως θα αρκούσε λίγη περισσότερη ανιδιοτέλεια, λίγη ταπεινότητα, ίσως και κάποιες υποχωρήσεις σε προσωπικά εγώ. Προσπάθησα να το κάνω, ειλικρινά.
Πρέπει να κρατάμε πάντα τον προσανατολισμό του γενικού συμφέροντος. Σημασία έχει τι μπορούμε να κάνουμε τώρα, με την ταπεινότητα να αναγνωρίζουμε πως κάποια πράγματα μπορούν να γίνουν πριν από το 2027, και άλλα μετά, στο πλαίσιο της προεκλογικής συζήτησης.
Στο τέλος, υπάρχουν πολλές «κόκκινες γραμμές» που δηλώνονται από πολλούς — όχι από όλους, αλλά από αρκετούς. Πολύ λίγες όμως «πράσινες». Και το να οικοδομήσεις έναν συμβιβασμό σημαίνει ακριβώς αυτό: να συνδυάσεις τις πράσινες γραμμές και να σεβαστείς ορισμένες κόκκινες, χωρίς να πέφτεις στα άκρα.
Ορισμένα κόμματα της αντιπολίτευσης το κατάλαβαν, και θέλω να τα ευχαριστήσω.
Από εδώ και πέρα, πρέπει να προχωρήσουμε — ή, τουλάχιστον, όσοι θέλουν πραγματικά να βρουν έναν δρόμο για τη χώρα να μπορέσουν να προχωρήσουν.
Και ένα τελευταίο, με σεβασμό: εγώ είμαι ένας άνθρωπος της βάσης, ένας ακτιβιστής της δημοκρατίας που προχώρησε βήμα-βήμα μέσα από τη δημοκρατική αξιοκρατία — ως δήμαρχος, ως πρόεδρος νομαρχιακού συμβουλίου, ως γερουσιαστής.
Έχω σεβασμό για όσους συμμετέχουν πολιτικά, αλλά πρέπει πάντα να προτιμάμε τη χώρα από το κόμμα μας. Πρέπει να ακούμε τους υποστηρικτές μας, αλλά να σκεφτόμαστε πάνω απ’ όλα τις Γαλλίδες και τους Γάλλους.
Σας ευχαριστώ όλους. Ευχαριστώ πολύ.
Πηγή: newpost.gr



































































































