Τουλάχιστον 4.000 θάνατοι θα μπορούσαν να αποφευχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση ετησίως, εάν εξαλειφόταν η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ. Tα νέα στοιχεία δείχνουν ότι το ποσοστό των οδηγών που υπερβαίνουν το επιτρεπτό όριο αλκοόλ έχει επιστρέψει στα επίπεδα πριν την πανδημία σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Σύμφωνα με την έκθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ασφάλειας Μεταφορών (ETSC) η εκτενής, εμφανής και καλά προβεβλημένη επιβολή της νομοθεσίας αποτελούν καθοριστικής σημασίας ενέργεια για την αποτελεσματική μείωση των τροχαίων που σχετίζονται με το αλκοόλ και την οδήγηση. Ωστόσο, τα δεδομένα που αναλύθηκαν από το ETSC δείχνουν ότι ο αριθμός των τροχονομικών ελέγχων μειώθηκε σημαντικά σε πολλές χώρες κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19 και ενώ ορισμένες χώρες τώρα αυξάνουν ξανά τον αριθμό των ελέγχων, αυτό δεν συμβαίνει αρκετά γρήγορα. Το ποσοστό των οδηγών που βρέθηκε να είναι πάνω από το όριο έχει επανέλθει στο επίπεδο πριν την πανδημία σε πολλές χώρες.
Την τελευταία δεκαετία, ο αριθμός των ελέγχων σε αναλογία με τον πληθυσμό για την οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ μειώθηκε σε δέκα χώρες και αυξήθηκε σε μόλις έξι. Ανησυχητικό είναι ότι 15 χώρες που παρακολουθούνται από το ETSC δεν συλλέγουν εθνικά δεδομένα σχετικά με τον αριθμό των τροχονομικών ελέγχων για την κατανάλωση αλκοόλ που διενεργούνται, συμπεριλαμβανομένων των χωρών: Βέλγιο, Βουλγαρία, Ελβετία, Τσεχία, Γερμανία, Δανία, Ουγγαρία, Ισραήλ, Λουξεμβούργο, Λετονία, Μάλτα, Ολλανδία, Σλοβακία και Σερβία. Εκτός από την αύξηση και την παρακολούθηση του αριθμού των ελέγχων, το ETSC υποστηρίζει ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι έλεγχοι μπορούν πάντα να πραγματοποιούνται τυχαία και χωρίς την προϋπόθεση ότι η αστυνομία υποπτεύεται πρώτα ότι έχει συμβεί οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ.
Όλες οι χώρες καλούνται να ακολουθήσουν το μοντέλο της Νορβηγίας στην οργάνωση εκστρατειών για την οδική ασφάλεια, όπου συσκευές αποδεικτικού ελέγχου εκπνοής (αλκοολόμετρα) μπορούν να χρησιμοποιούνται από την αστυνομία σε επιτόπιους ελέγχους. Πολλές χώρες εξακολουθούν να απαιτούν περαιτέρω εξετάσεις αίματος σε αστυνομικό τμήμα ή νοσοκομείο, γεγονός που κάνει πιο δύσκολες τις προϋποθέσεις ελέγχου των οδηγών που σχετίζονται με παραβάσεις μέθης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα λιγότερους ελέγχους στους δρόμους. Σύμφωνα με το ETSC, οι οικονομικές κυρώσεις μπορούν επίσης να είναι πιο αποτελεσματικές, όταν συνδέονται με το εισόδημα. Η έκθεση αναφέρει το παράδειγμα της Δανίας όπου τα πρόστιμα για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ υπολογίζονται με τη χρήση ενός συντελεστή ανάλογου με το επίπεδο συγκέντρωσης αλκοόλ στο αίμα (BAC) του οδηγού και του μηνιαίου εισοδήματός του. Αρκετές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Λιθουανίας και της Πολωνίας, απαιτούν από ορισμένους κατ’ εξακολούθηση και υψηλού επιπέδου παραβάτες να τοποθετήσουν στο όχημά τους μια συσκευή τύπου αλκοολομέτρου για τον εκπνεόμενο αέρα, η οποία προϋποθέτει επιτρεπτά όρια αλκοόλ για την εκκίνηση του κινητήρα.
Η ισχύουσα νομοθεσία της ΕΕ για τις άδειες οδήγησης απαγορεύει την έκδοση αδειών οδήγησης σε άτομα που είναι εξαρτημένα από το αλκοόλ. Πολλοί άνθρωποι που είναι εξαρτημένοι από το αλκοόλ θα μπορούσαν να επωφεληθούν από μια άδεια οδήγησης που περιορίζει την οδήγηση σε οχήματα που διαθέτουν alcohol interlock. Αυτό όμως προς το παρόν δεν επιτρέπεται. Το ETSC ζητά την άρση αυτού του περιορισμού, προκειμένου να επικαιροποιηθεί η οδηγία της ΕΕ για τις άδειες οδήγησης το επόμενο έτος.