Connect with us

Hi, what are you looking for?

ΕΛΛΑΔΑ

«Η ιστορία της Μαργαρίτας θυμίζει αρχαία τραγωδία· ταυτισμένη με την τραγωδία της Ελλάδας»: Η Αναστασία Βούλγαρη για το βιβλίο της Μαργαρίτας Θοδωράκη «Αναμνήσεις ενός Κοριτσιού»

Την Παρασκευή 1η Απριλίου πραγματοποιήθηκε στο Βραχάτι Κορινθίας, τον εμβληματικό τόπο κατοικίας του Μίκη, εκεί που συνέθεσε μεγάλα έργα όπως -μεταξύ άλλων- «Η Κατάσταση Πολιορκίας» και φιλοξενήθηκαν αρχηγοί κρατών και σπουδαίοι καλλιτέχνες, η παρουσίαση του βιβλίου της Μαργαρίτας Θοδωράκη, «Αναμνήσεις ενός Κοριτσιού», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΑΝΟΣ.

Στην αίθουσα «Μίκης Θοδωράκης» του ξενοδοχείου Αλκυών, σε μια λαμπρή εκδήλωση, οι ομιλητές Διονύσης Καρατζάς (ποιητής) , ο Βασίλης Κουμής (ποιητής), Αναστασία Βούλγαρη (θεατρική συγγραφέας – ποιήτρια), Γιώργος Μονεμβασίτης (Πολιτικός Μηχανικός, Κριτικός και Ιστορικός Μουσικής), μίλησαν για τον «Μίκη όλων των Έλληνων», ενώ αποσπάσματα του βιβλίου διάβασε ο Παναγιώτης Πετράκης.

«Η πρωτότοκη μίας οικογένειας που η ιστορία της θυμίζει αρχαία τραγωδία· ταυτισμένη με την τραγωδία της Ελλάδας»

Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, ξεχώρισε η εισήγηση της Αναστασίας Βούλγαρης, αρθρογράφου και συγγραφέως του βιβλίου «Μίκης Θεοδωράκης – Ταξίδι στον ωκεανό της Μουσικής και της Ιστορίας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΙΑΝΟΣ.

Ακολουθεί αυτούσια η εισήγηση:

«Όταν εκδόθηκε το βιβλίο της Μαργαρίτας, με ρώτησε ο Μίκης Θεοδωράκης: «Διάβασες το βιβλίο της Μαργαρίτας;»

Του απάντησα πως θα το διάβαζα. Πράγματι, λίγες ημέρες μετά, κρατούσα στα χέρια μου τις «Αναμνήσεις ενός κοριτσιού». Το διάβασα μέσα σε μία ημέρα. Το βιβλίο αποκαλύπτει μία γυναίκα υψηλής μόρφωσης, λάτρη των Τεχνών, μία συνειδητοποιημένη πολίτη, υπερασπίστρια της ειρήνης και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Μία δυνατή γυναίκα, ασυμβίβαστη, απαλλαγμένη από τα στερεότυπα που επιβάλλει ο ανδροκρατούμενος κόσμος. Αλλά και μία τρυφερή κοπέλα γεμάτη από αισθήματα αγάπης. Θα σας μιλήσω, λοιπόν, για την πρωτότοκη μίας οικογένειας που η ιστορία της θυμίζει αρχαία τραγωδία· ταυτισμένη με την τραγωδία της Ελλάδας.

Με ήρωες τον Μίκη, τον πιο τραγικό του 20ου αιώνα, τη γενναία σύζυγό του Μυρτώ και τα δύο παιδιά τους, που έγιναν μέρος (θέλοντας και μη) της ιστορίας του πατέρα τους, αλλά και της Ελλάδας. «Ζούσαμε σε πλήρη ελευθερία και αγνότητα, σε πλήρη αθωότητα εμείς τα μικρά», γράφει η Μαργαρίτα για τα παιδικά της χρόνια. Νέα Σμύρνη, πριν τη δικτατορία.

Οι παιδικοί φίλοι, τα παιχνίδια στη γειτονιά, οι βόλτες με τα ποδήλατα, τα γατάκια που τα μαζεύουν απ’ τον δρόμο και τα φροντίζουν. Η γιαγιά Μαργαρίτα κι ο παππούς Ηλίας Αλτίνογλου, η θεία Σάσα, η θεία Μιμόζα ήταν από την οικογένεια της μητέρας της, όλοι πρόσφυγες από τη Μικρασία. Από την οικογένεια του πατέρα ήταν η γιαγιά Ασπασία Πουλάκη, επίσης πρόσφυγας από τη Μικρασία κι ο Κρητικός παππούς Γιώργος Θεοδωράκης, που είχε πολεμήσει και τραυματιστεί στη μάχη στο Μπιζάνι, στα 1913.

Σήκωνε ο πανύψηλος παππούς την μπλούζα του κι έδειχνε στα παιδιά το παλιό τραύμα από τη μάχη που έκρινε την απελευθέρωση της Ηπείρου από τους Τούρκους. Εκείνα γούρλωναν τα μάτια τους κι αντίκρυζαν επάνω στο σημάδι από τη σφαίρα πολλές σελίδες από την ιστορία της πατρίδας μας. Κάθε βράδυ, η μητέρα κι ο πατέρας καληνύχτιζαν τα παιδιά με χάδια και φιλιά, και λόγια τρυφερά. Αυτός ήταν ο παιδικός κόσμος της Μαργαρίτας. Η Νέα Σμύρνη ήταν ο πλανήτης όλος. Χαρούμενος και φωτεινός. Και ξαφνικά γίνεται η ανατροπή. 21η Απριλίου 1967. Στρατιωτικό πραξικόπημα. Ο Μίκης ειδοποιείται στις 4 τα ξημερώματα από φίλους του και φεύγει από το σπίτι μέσα στη νύχτα, για να κρυφτεί. Ο στρατός, η αστυνομία, η ΚΥΠ τον ψάχνουν. Η ΚΥΠ είχε εντολή να τον σκοτώσει επί τόπου.

Ακολουθούν ημέρες αγριότητας για την οικογένειά του, κυρίως για τα παιδιά. Στρατιώτες εισβάλουν μέσα στο σπίτι. Βάναυσες φωνές· ποδοβολητά· οι στρατιώτες ανακατεύουν τα σκεπάσματα με τις κάννες των όπλων τους, μήπως βρουν τον Μίκη. Η Μαργαρίτα κι ο Γιώργος κουρνιάζουν τρομαγμένα πίσω από ένα έπιπλο. Ένας στρατιώτης παραλίγο να ξεκοιλιάσει με το όπλο του το γατάκι του σπιτιού. Τα παιδιά ουρλιάζουν. Η συγγραφέας συγκρίνει αυτές τις στιγμές με τους βίαιους εκτοπισμούς των Εβραίων στην Κατοχή.

Σκοτείνιασε ο κόσμος της Μαργαρίτας. Κι ας έλεγαν οι μεγάλοι πως ο μπαμπάς ήταν στο Λονδίνο. Τα παιδιά της γειτονιάς τής μετέφεραν τις συζητήσεις των δικών τους για τους φυλακισμένους. Κάποτε, η Μαργαρίτα βεβαιώθηκε πως κι ο δικός της πατέρας ήταν στη φυλακή. Τονέπιασαν στις 21 Αυγούστου του ’67. Από προδοσία. Προδοσία με πι κεφαλαίο και δίπλα στη λέξη βάζει θαυμαστικό. Διαδρομή φυλακίσεων: Γενική Ασφάλεια Αθηνών. 33 ημέρες στην απομόνωση, δεμένος πισθάγκωνα επί 24 ώρες. Γυμνός από τη μέση και πάνω. Τα παπούτσια του γίνονται προσκέφαλο. Κοιμάται στο τσιμέντο. Εκεί γράφει στο μυαλό του 32 ποιήματα. Τη μουσική τη γράφει όταν τον ανέβασαν σε κελί.

16 τραγούδια. Ο κύκλος «Ο Ήλιος και ο Χρόνος». Φυλακές Αβέρωφ. Νοσοκομείο Άγιος Παύλος, όπου μεταφέρεται ετοιμοθάνατος μετά από απεργία πείνας. Εκεί γράφει το ορατόριο «Επιφάνια- Αβέρωφ» σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη. Γενάρης 1968. Ολιγόμηνη αμνηστία σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Βραχάτι. Συνθέτει την «Κατάσταση Πολιορκίας» σε ποίηση της Ρένας Χατζηδάκη. Παραθέτω: «Ο μπαμπάς έγραφε αριστουργήματα μέσα στη φυλακή. Όλα του τα τραγούδια στη χούντα τα μαθαίναμε ακούγοντας τον μπαμπά ώρες αμέτρητες να τα τραγουδάει στο πιάνο. Η ταχύτητα που αποστηθίζαμε όλα τα λόγια, όλη τη μεγαλειώδη ποίηση ήταν το δικό μας καθημερινό παιχνίδι, όπως όταν παίζαμε με τ’ άλλα παιδιά κρυφτό και κυνηγητό! Εμείς τραγουδάγαμε ποίηση με την ίδια ευκολία που φωνάζαμε: «Α μπε μπα μπλομ του κίθε μπλομ…».

Στη Ζάτουνα τον εκτόπισαν έναν χρόνο μετά. Ήταν η τρίτη του εξορία. Η Μυρτώ πήρε τα παιδιά της και τον ακολούθησε. Οι γονείς κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να μην επηρεαστούν τα μικρά τους από τις δύσκολες συνθήκες της εξορίας. Οι γονείς τους προστατευτικοί, τούς δίνουν πολλή αγάπη. «Αμέτρητη αγάπη και στοργή σ’ έναν κόσμο φριχτό, σκληρό κι επικίνδυνο», γράφει η ηρωίδα. Και παρακάτω: «Αγαπιόμασταν τόσο πολύ σ’ αυτή την άκρη του κόσμου, μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα συνεχούς τρόμου και αγωνίας». Η Ζάτουνα ως άκρη του κόσμου στα παιδικά μάτια, που η τρυφερότητα των γονιών δεν έσβησε από μπροστά τους τη φρίκη. «Τα μάτια θυμούνται» γράφει. Είκοσι χωροφύλακες φυλάνε τον Μίκη. Οι περισσότεροι καλά παιδιά. «Δυστυχώς, οι ανώτεροί τους ήταν διαφορετικοί. Κάποιοι συμπαθητικοί· αλλά πολλοί [ήταν] φασίστες από τα βάθη της ψυχής τους. Κακοί άνθρωποι. Κι αυτό έκανε τη Ζάτουνα ένα μέρος επικίνδυνο. Συνέβησαν πολλά…»

Η παράγραφος μένει μετέωρη με τα αποσιωπητικά που βάζει η συγγραφέας. Δεν μιλά γι αυτά «τα πολλά». Παρακάτω, στην αφήγησή της για το 1970 λέει: «Πόσα μπορώ να διηγηθώ! Είναι αμέτρητα και τρυφερά. Είναι κι άλλα πολύ πονετικά…». Αλλά και πάλι σωπαίνει. Απρίλιος του 1970. Ο Μίκης φυγαδεύεται στο Παρίσι από τον Γάλλο Ζαν Ζακ Σρεμπέρ. Την Πρωτομαγιά, η Μυρτώ, η Μαργαρίτα κι ο Γιώργος με μια κινηματογραφική απόδραση θα βρεθούν από τη Χίο στη Σμύρνη κι από κει στην Αυστρία, για να καταλήξουν στο Παρίσι ελεύθεροι, κοντά στον πατέρα. Από το Παρίσι θα ταξιδέψουν και στα δύο ημισφαίρια της Γης μαζί με την ορχήστρα του Θεοδωράκη. Η μουσική δεσπόζουσα στη ζωή της. «Γεννήθηκα μέσα στη μουσική. Μεγάλωσα μέσα στη μουσική», γράφει.

Η Μαργαρίτα γίνεται πολίτης του κόσμου. Αισθάνεται Γαλλίδα, Λονδρέζα, Ιταλίδα της Ρώμης, πολίτης της Αργεντινής. Διαβάζει βιβλία για το Ολοκαύτωμα και πονάει για τον πόνο των συνανθρώπων της. «Είμαι Εβραία», δηλώνει συγκλονισμένη από τα μαρτύρια των Εβραίων. Όμως, παραμένει πάντα Ελληνίδα, που την τραβά σαν μαγνήτης ο Τσεσμές. Την κυριεύει η μικρασιατική καταγωγή της. Ιδιαίτερα ωραίο είναι το κεφάλαιο «Περί Τέχνης», όπου η συγγραφέας μάς εξομολογείται τις ιερές και μεγαλειώδεις στιγμές που έζησε μέσα στον Άγιο Πέτρο της Ιταλίας κοιτάζοντας την Pieta του Μιχαήλ Άγγελου. Κι αργότερα στην Αγιά Σοφιά, κοιτάζοντας το ψηφιδωτό του Χριστού.

Η αφήγηση της πορείας της ζωής τής Μαργαρίτας σταματά απότομα κάπου στα 1972. Η συγγραφέας μάς μεταφέρει στο 2012, παραλείποντας σαράντα χρόνια. Αλήθεια, τι συνέβη στον ψυχισμό της αυτά τα 40 χρόνια; Γνωρίζουμε από τον Τύπο της εποχής και τις βιβλιογραφικές πηγές ότι οι δεκαετίες του 1980 και του 1990 ήταν γεμάτες δυσκολίες για τον Θεοδωράκη. Στην Ελλάδα νέες δυνάμεις εισάγουν τα ήθη και την αισθητική του λαϊκισμού. Δυνάμεις της αγοράς και του πολιτικού συστήματος εκδιώκουν το έντεχνο λαϊκό τραγούδι, γενικά, και το θεοδωρακικό έργο, ειδικά. Την ίδια στιγμή, η Ευρώπη πάντα κρατάει διάπλατα ανοιχτές τις πόρτες των μεγάλων αιθουσών για τα έργα του συνθέτη. Στα 1994 η Αμερικανική Γερουσία υποδέχεται στις ΗΠΑ ομόφωνα και πανηγυρικά τον συνθέτη και την Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία της ΕΡΤ και δίνει 14 συναυλίες. Στην Ελλάδα έχει ήδη στοχοποιηθεί πολιτικά. Απερίγραπτες καταστάσεις λεκτικού μπούλινγκ και δολοφονίας χαρακτήρα από κάποιες εφημερίδες. Πώς αισθάνεται η Μαργαρίτα όταν διαβάζει τα φριχτά δημοσιεύματα για τον πατέρα της; Τι σκέφτεται; Δεν αποκαλύπτει τα συναισθήματά της. Ευτυχώς, στα 1996 κατορθώνει μαζί με τον Θεοδωράκη να ιδρύσουν τη λαϊκή τους ορχήστρα. Μία νίκη ενάντια στο σκότος εκείνης της εποχής.

Ξαφνικά στο βιβλίο, ο λόγος της συγγραφέως γίνεται ομιχλώδης. Ραγισμένος καθρέφτης που μέσα του βλέπει το πρόσωπό της διαφορετικό. Τον λυρικό λόγο και την κοριτσίστικη διήγηση, συχνά γεμάτη από χιούμορ, τον διαδέχεται η αγωνία, που γίνεται κραυγή. «Δεν υπάρχει πλέον άλλη διέξοδος!» γράφει με κεφαλαία γράμματα. Σπαραγμός. Απόπειρες αυτοχειρίας και τρομακτικές περιγραφές μέσα σε νοσοκομεία και δραπετεύσεις. Επώδυνες δηλώσεις ερωτροπίας με τον θάνατο και αυτοσαρκασμός. Απελπισία, πίκρα και θλίψη. Και πολύ σκληρή αυτοκριτική. «Δάκρυα μετανοίας». Επιστρέφει ξανά στον λυρισμό, στο χιούμορ, κι ύστερα στον πόνο και στην ειρωνεία, και στον αυτοσαρκασμό, ξανά και ξανά ο ίδιος φαύλος κύκλος που μέσα του στροβιλίζεται. «Η επιθυμία θανάτου». Το δηλώνει ξερά· έτσι, χωρίς καμία εξήγηση. Οι εξηγήσεις όμως υπάρχουν· διακρίνονται μέσα στα ποιήματά της, με τα οποία η Μαργαρίτα αποκαλύπτει το ταλέντο της και στην ποίηση.

Ο αείμνηστος Μιχάλης Κακογιάννης γράφει ένα ποίημα στα 1977 για τη νεαρή φίλη του, τη Μαργαρίτα. Η μοναξιά διάχυτη μέσα στο βιβλίο. Όπως και το αίσθημα της ήττας. Παραθέτω: «Ανέβηκα στον Λυκαβηττό και κοίταξα την πόλη. Την πόλη μου. Πέρα εκεί ο Αρδηττός. Πιο πέρα ο Υμηττός. Μια ήττα η ζωή μου». Η Μαργαρίτα αγωνιούσε να φανεί αντάξια του πατέρα της. «Πάλευα κι εγώ να υπάρξω, να γίνω κι εγώ κάτι ξεχωριστό, όπως έπρεπε να είμαι δίπλα σ’ έναν τόσο ξεχωριστό πατέρα», ομολογεί. Η Μαργαρίτα είναι θαρραλέα. Θέλει γενναιότητα να παραδεχτεί κάποιος πως υπάρχουν ώρες και μέρες που έρχεται η σκοτεινιά και τον βαραίνει ανελέητη. Όμως, στο τέλος είναι η αγάπη που κυριαρχεί κι έτσι η ηρωίδα ξαναβγαίνει στο φως, ερωτευμένη και πάλι με τη ζωή. Απευθύνεται με γλυκύτητα στον πατέρα της την ημέρα των γενεθλίων του: Παραθέτω:

«Μπαμπά, ξέρω πόσο μόνος είσαι και πόσο διαφορετικός από όλους μας, γιατί μόνο εσύ απ’ όσους συνάντησα και θα συναντήσω έχεις αυτή τη θεϊκή δύναμη να τα γνωρίζεις όλα, να τα δημιουργείς όλα και να τα αποκαλύπτεις όλα στους ανθρώπους. Σ’ ευχαριστώ, μπαμπά. Θα σου αποκαλύψω ένα μου μυστικό, τώρα που έγινες 80 χρονών. Ήταν τότε που εσύ και η μαμά με πηγαίνατε βόλτα με το καροτσάκι στο πάρκο του Luxembourg. Και σας κοίταζα από κάτω, και από πάνω σας πέρναγαν τα θεόρατα χρυσοκόκκινα φύλλα των αγροκαστανιών κι εγώ σας παρακολουθούσα όλο λαχτάρα. Ήσασταν ο κόσμος μου και –ξέρεις, μπαμπά–, αυτή την εικόνα κουβαλάω όλη μου τη ζωή: την εικόνα του πάρκου του Luxembourg.[…] Εκεί, πάντα εκεί γυρνάω. Εκεί τριγυρίζω όταν βρίσκομαι σε ευδαιμονία, σε χαρά, σε λύτρωση! Ίσως να ήταν, λοιπόν, εκεί που άφησα τα πιο λατρευτά μου πρόσωπα: τον νεαρό πατέρα και τη νεαρή μητέρα μου, να με κοιτάνε μέσα στο καροτσάκι μου και να μου χαμογελούν· και να μου γελούν. Και εγώ πάντα να έχω το μυαλό μου εκεί, εκεί που λέω ότι είναι ο χαμένος μου παράδεισος. Μπαμπά, σ’ ευχαριστώ που με αγάπησες και μ’ αγαπάς τόσο πολύ. Σ’ ευχαριστώ που αγάπησες και αγαπάς τον αδελφό μου».

Μαργαρίτα, σ’ ευχαριστούμε που μοιράστηκες μαζί μας τα συναισθήματά σου»

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Κάποια στιγμή, τον Αύγουστο, σε πήρανε – ήταν 21 Αυγούστου. Ζήσαμε όλοι μαζί μία απίστευτη ιστορία. (Χρειάζονται εκατοντάδες σελίδες για να περιγράψω όλες τις στιγμές, γιατί θα ήθελα να τις περιγράψω δευτερόλεπτο δευτερόλεπτο!) Από τη στιγμή που ήρθαν και σου είπε, ενώ ήσουνα μαζί μας στον κήπο φορώντας το σορτς σου, τα σανδάλια σου κι ένα μπλουζάκι, ο χωροφύλακας, περιτριγυρισμένος από πολλούς άλλους χωροφυλάκους, πως πρέπει να σε πάρουν επιτόπου!

Η μαμά έτρεξε φουριόζα να φτιάξει μια βαλίτσα κι εμείς μείναμε κοντά σου, κολλήσαμε πάνω σου και τα δυο, τραβούσαμε μαζί σου σαν ένας μικρούλης Χορός αρχαίας τραγωδίας… Κάποια στιγμή μάς απομάκρυναν οι χωροφυλάκοι, αλλά μας άφησαν να παραμείνουμε εκεί κοντά, έως ότου σε βάλουνε μέσα στο αυτοκίνητο. Θυμάμαι, υπήρχε πολλή ανθρώπινη κίνηση γύρω μας˙ ήμασταν μέσα σε μια μόνιμη κίνηση. Βοή, βουή, βουητό, βούισμα στ’ αυτιά μου. Όλες οι ομιλίες τους βοή, βουή, βουητό, βούισμα, δεν θυμάμαι σαφείς ομιλίες, μόνο βοή, βουή, βουητό, βούισμα… Αλλά τα μάτια μου θυμούνται τα πάντα! Εκθαμβωτική ανάμνηση! Πάλι ο Χορός μας πήγαινε μια από δω μια από κει, έως ότου ο Ήρωας τοποθετήθηκε στην τελευταία θέση του, της τελευταίας του Σκηνής: Σ’ έβγαλαν από την είσοδο του κήπου έξω στον δρόμο.

Οι μαστόροι ολόγυρα, ολόγυρα κι οι χωροφύλακες. Κι ο Στέλιος. Ξαφνικά, πριν μπεις εσύ, ορμάει η Μαντουβάλα μέσα στο αυτοκίνητο. Πάει και σφηνώνει στο πίσω τζάμι, απλώνεται, στριμώχνεται. Μουγκρίζει δείχνοντας απειλητικά, με γουρλωμένα κι άγρια μάτια, τα τεράστια κοφτερά δόντια της! Πώς να την αρπάξουν οι έρμοι χωροφυλάκοι; Πλάκα είχε. Παλικάρι η Μαντουβάλα! Αγωνίστρια! Είχε καταλάβει πως θα σ’ έπαιρναν. Νομίζω ότι περισσότερο ένιωθε πως βρισκόσουνα σε κίνδυνο˙ γι’ αυτό προσπαθούσε να αποτρέψει το φευγιό σου. Δύναμη το σκυλί! Κατάφεραν και την τράβηξαν…

Λίγα λόγια για τη Μαργαρίτα Θεοδωράκη

Η Μαργαρίτα-Ασπασία Θεοδωράκη είναι κόρη του Μίκη Θεοδωράκη και της Μυρτώς Αλτίνογλου. Γεννήθηκε στο Παρίσι στις 30 Νοεμβρίου του 1958. Ακολούθησε την οικογένειά της σε όλες τις μετακινήσεις της στην Ελλάδα και στο εξωτερικό κι έζησε από κοντά όλα τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη.

Σπούδασε Ιστορία στο Πανεπιστήμιο «Sorbonne Paris VIII» στη Vincennes. Είναι μητέρα τεσσάρων γιων και έχει δύο εγγονούς. Εδώ και είκοσι πέντε χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με το έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Είναι επικεφαλής της Λαϊκής Ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης» που ως στόχο έχει τη διάδοση της μουσικής του συνθέτη στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Επίσης, ασχολείται με τις εκδόσεις «Ρωμανός», που έχουν ως αντικείμενο την έκδοση και προβολή των Απάντων των μουσικών έργων του πατέρα της.

Στόχος των δραστηριοτήτων της είναι η ανάδειξη και η διάδοση του έργου του πατέρα της. Ασχολείται με το κέντημα και τα ψηφιδωτά. Στον ελεύθερο χρόνο της, εδώ και αρκετά χρόνια, ξεκίνησε να ασχολείται με το κέντημα και αργότερα άρχισε να συλλέγει σπασμένα αντικείμενα (πλακάκια, ποτήρια, πιάτα, διακοσμητικά κ.ά.) δημιουργώντας πρωτότυπα κολάζ. Ξεκίνησε από μικρές επιφάνειες και τα τελευταία χρόνια έχει επεκταθεί σε ολόκληρους τοίχους και πατώματα εξωτερικού χώρου. Ζει μόνη. Κι όμως παρέα με τριάντα πέντε γάτες και είκοσι δύο σκυλάκια, που περιμάζεψε, εγκαταλελειμμένα κι απροστάτευτα μωράκια, από τα σκουπίδια και από έρημους δρόμους ανά την Ελλάδα, και τα περιέθαλψε. Άνεργη βιβλιοφάγος. Ελπίζει.

Σχετικά άρθρα

ΕΛΛΑΔΑ

«Η κατάσταση είναι πάρα πολύ δύσκολη. Ζούμε έναν δεύτερο «Ιανό» και σε μεγαλύτερο βαθμό μάλιστα. Δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα. Έχουν δημιουργηθεί τεράστια προβλήματα,...

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ

«Η κατάσταση είναι πάρα πολύ δύσκολη. Ζούμε έναν δεύτερο «Ιανό» και σε μεγαλύτερο βαθμό μάλιστα. Δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα. Έχουν δημιουργηθεί τεράστια προβλήματα,...

ΕΛΛΑΔΑ

«Η κατάσταση είναι πάρα πολύ δύσκολη. Ζούμε έναν δεύτερο «Ιανό» και σε μεγαλύτερο βαθμό μάλιστα. Δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα. Έχουν δημιουργηθεί τεράστια προβλήματα,...

ΕΛΛΑΔΑ

Την Παρασκευή 1η Απριλίου πραγματοποιήθηκε στο Βραχάτι Κορινθίας, τον εμβληματικό τόπο κατοικίας του Μίκη, εκεί που συνέθεσε μεγάλα έργα όπως -μεταξύ άλλων- «Η Κατάσταση...

Copyright © 2020 Updatetimes.gr